- ξεφωνητό
- το1. ισχυρή και παρατεταμένη φωνή, κραυγή2. οιμωγή, θρήνος3. έντονη αποδοκιμασία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεφωνώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεφωνητό — το δυνατή φωνή, κραυγή: Χάλασε τον κόσμο με τα ξεφωνητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακραξιά — και ανάκραξη, η [ανακράζω] κραυγή, ξεφωνητό … Dictionary of Greek
ανακραυγή — η δυνατή φωνή, κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κραυγή. ΠΑΡ. ανακραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
ανακραύγασμα — ἀνακραύγασμα, το (Α) [ἀνακραυγάζω] κραυγή, ξεφωνητό … Dictionary of Greek
αναφώνηση — Στη ρητορική ονομάζεται έτσι το σχήμα αψιθυμίας με το οποίο o ομιλητής εκφράζει διάφορα έντονα ψυχικά συναισθήματα (χαρά, λύπη, φόβος, οργή, προσδοκία κλπ.). Ο λόγος στην α. εκφέρεται ερωτηματικά ή θαυμαστικά με γρήγορη επανάληψη λέξεων ή φράσεων … Dictionary of Greek
αυονή — (I) αὐονή, η (Α) ξηρασία, στεγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή]. (II) ἀυονή, η (Α) κραυγή, ξεφωνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό… … Dictionary of Greek
εκβόησις — ἐκβόησις, η (AM) ξεφωνητό, δυνατή κραυγή … Dictionary of Greek
κακόγαμβρος — κακόγαμβρος, ον (Α) φρ. «κακόγαμβρος γόος» θρήνος, γόος, ξεφωνητό για τη δυστυχία τού γαμβρού … Dictionary of Greek
κραγόν — (AM, Α και κράγον) επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. τού κραγός*, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., τού οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek